πεντεκαιδεκαπλασίων

πεντεκαιδεκαπλασίων
-ον, Α
αυτός που είναι δεκαπέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον άλλο, ο πεντεκαιδεκαπλάσιος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαιδεκαπλάσιος + κατάλ. -ίων, δηλωτική τού συγκριτικού βαθμού (πρβλ. δι-πλασίων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πεντεκαιδεκαπλασίονα — πεντεκαιδεκαπλασίων fifteen fold neut nom/voc/acc pl πεντεκαιδεκαπλασίων fifteen fold masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαπλασίονας — πεντεκαιδεκαπλασίων fifteen fold masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαπλάσιον — πεντεκαιδεκαπλάσιος masc/fem acc sg πεντεκαιδεκαπλάσιος neut nom/voc/acc sg πεντεκαιδεκαπλασίων fifteen fold masc/fem voc sg πεντεκαιδεκαπλασίων fifteen fold neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”